- ναρκωτικοῦ
- ναρκωτικόςbenumbingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάσις — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… … Dictionary of Greek
χασίς — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… … Dictionary of Greek
αποτοξίκωση — η θεραπεία που οδηγεί έναν χρόνιο τοξικομανή στη διακοπή των συνηθειών της κατάχρησης μιας τοξικής ουσίας ή της λήψης ενός ναρκωτικού … Dictionary of Greek
εσράρ — 1. ινδικό έγχορδο μουσικό όργανο 2. (φαρμ.) είδος ναρκωτικού όμοιου με χασίς. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. esrar] … Dictionary of Greek
καναβισμός — και κανναβισμός, ο [καν(ν)αβις] η καθ έξιν χρήση τής ινδικής κάν(ν)αβης, τού χασίς, ως τοξικής ουσίας, ως ναρκωτικού, η τοξικομανία τού χασίς … Dictionary of Greek
μαστουρώνω — [μαστούρης] βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ναρκωτικού … Dictionary of Greek
μαστούρης — ισσα, ικο αυτός που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού, χασισωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mastur] … Dictionary of Greek
ναρκοανάλυση — Μέθοδος ψυχοθεραπείας, η οποία, με τη χορήγηση υπνωτικών σε κατάλληλες δόσεις, τείνει να διευκολύνει την ψυχανάλυση του ασθενούς και την απελευθέρωση από το υποσυνείδητο του αναμνήσεων σημαντικού συναισθηματικού φορτίου. Για τον σκοπό αυτό… … Dictionary of Greek
πρέζα — η, Ν 1. ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη (α. «μια πρέζα ταμπάκο» β. «μια πρέζα αλάτι ή πιπέρι») 2. ελάχιστη ποσότητα 3. μικρή ποσότητα σκόνης ναρκωτικού που ρουφιέται από τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
πρεζάρω — Ν ρουφώ με τη μύτη ταμπάκο ή σκόνη ναρκωτικού, παίρνω πρέζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. presare < presa (βλ. λ. πρέζα)] … Dictionary of Greek